χασμουρητό

χασμουρητό
το, Ν
1. χάσμημα
2. (με περιλπτ. σημ.) αλλεπάλληλα χασμήματα («τί χασμουρητό είναι αυτό που μέ έπιασε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. -ητό (πρβλ. κυνηγ-ητό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χασμουρητό — το αλλεπάλληλα χασμουρήματα, το να χασμουριέται κανείς κατ επανάληψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τάνυσμα — Ένα τ. με ν δείκτες εναλλαγής συνδυασμένο με τα διανύσματα του τακτικού χώρου, είναι μία συνάρτηση Τ η οποία σε κάθε διατεταγμένη νιάδα διανυσμάτων v1, v2, ..., νν συνδυάζει έναν πραγματικό αριθμό Τ (v1, v2, ..., vν) κατά τρόπο, ώστε να υφίσταται …   Dictionary of Greek

  • χάσμη — ἡ, Α 1. χασμουρητό 2. αντικείμενο στο οποίο προσβλέπει αυτός που χάσκει, που χαζεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ τού χάσκω* / χαίνω κατάλ. μη (πρβλ. πλήσ μη, χάρ μη)] …   Dictionary of Greek

  • χάσμηση — η / χάσμησις, ήσεως, ΝΜΑ [χασμῶμαι] χασμουρητό μσν. γραμμ. χασμωδία …   Dictionary of Greek

  • χαζός — ή, ό, Ν 1. (για πρόσ.) α) αυτός που χάσκει, χάχας β) (κατ* επέκτ.) ανόητος, ελαφρόμυαλος, βλάκας 2. (για πράγμ.) ανούσιος, ασήμαντος, χωρίς ενδιαφέρον ή καλό γούστο («χαζό έργο»). επίρρ... χαζά Ν με χαζό τρόπο («γελάει χαζά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάζι …   Dictionary of Greek

  • χασμουριέμαι — και χασμουριούμαι ή χασμουριώμαι Ν 1. έχω χασμουρητό, χασμώμαι 2. (ειδικά) νυστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. τού ρ. χασμῶμαι σχηματισμένοι μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. *χασμ ούρα (< χάσμη + κατάλ. ούρα, πρβλ. χασ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • χασμούρημα — το, Ν χασμουρητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. ημα (< ρ. σε ώ), πρβλ. σταυροκόπ ημα] …   Dictionary of Greek

  • χασμός — ὁ, Μ χασμουρητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ τού χάσκω* / χαίνω + κατάλ. μός (πρβλ. φραγ μός)] …   Dictionary of Greek

  • χασμώδης — ῶδες, Α [χάσμη] 1. αυτός που χασμουριέται διαρκώς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χασμῶδες α) συνεχές χασμουρητό β) διαρκής νωθρότητα 3. φρ. «τὸ χασμῶδες τῶν φωνηέντων» γραμμ. χασμωδία (Απολλ. Δύσκ.) …   Dictionary of Greek

  • χηνύστρα — ἡ, Α [χηνύσσω] 1. χάσμη*, χασμουρητό 2. το να στριφογυρίζει κανείς εδώ κι εκεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”